ἐκτεινόμενα

ἐκτεινόμενα
ἐκτείνω
stretch out
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκτεινομένας — ἐκτεινομένᾱς , ἐκτείνω stretch out pres part mp fem acc pl ἐκτεινομένᾱς , ἐκτείνω stretch out pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”